
Κωνσταντίνος Καβάφης: Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος
Τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια...
[…]
Σχετικός με τον «ιστορικό», αλλά διόλου ταυτόσημος, είναι ο «κοινωνικός» Καβάφης. Αν η ποίησή του, ως κοινωνικό φαινόμενο, έχει κατά κόρον συζητηθεί (και κάποτε κωμικοτραγικά παρερμηνευθεί από αδρανείς κριτικούς), πολύ λιγότερο έχει προσεχτεί ως κρυστάλλωμα κοινωνικής παρατήρησης και ενέργειας (στο σημείο αυτό χρωστώ να μνημονεύσω, ανάμεσα στις λιγοστές οξυδερκείς και θαρρετές εξαιρέσεις, τον ψευδώνυμο Μανόλη Λαμπρίδη).
Ξεχνούμε, π.χ., ότι από το 1909 ως το 1918 ο ποιητής συνεργαζόταν αποκλειστικά στα δυο αλεξανδρινά περιοδικά, τα «Γράμματα» και την «Νέα Ζωή», που είχαν για κύριο ιδεολογικό συνεργάτη τους τον Γ. Σκληρό («Το κοινωνικόν μας ζήτημα», 1907 – «Τα σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού», 1919). Διαξιφιζόμαστε ατέρμονα μπρος στα «Τείχη» ή απαγγέλλουμε δημοσία το «Ας φρόντιζαν», αλλά ένα ποίημα σαν το «Μέρες του 1909, ’10 και ’11», βαρύ από την διαπίστωση της ανθρώπινης σπατάλης (άλλοι θα την ονόμαζαν «αλλοτρίωση»), το προσπερνούμε είτε το κατατάσσουμε μηχανικώς στα «ηδονικά».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.4.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Και όμως, τούτο το ποίημα είναι που έδωσε αφορμή στον Σεφέρη να σημειώσει για τον Καβάφη: «Δεν ξέρει κανείς, διαβάζοντάς τον, αν ένας νέος που δουλεύει σ’ ένα φτωχό σιδεράδικο της σημερινής Αλεξάνδρειας δεν πρόκειται να πάει το βράδυ στα χαμαιτυπεία όπου διασκεδάζουν οι υπήκοοι του Πτολεμαίου Λαθύρου». Και η έμφαση δεν είναι τόσο στα χαμαιτυπεία, όσο στο παρατσούκλι του άθλιου Πτολεμαίου: Λάθυρος, δηλ. Φάβας.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.4.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ιδίως για όσους είχαν την διάθεση να εμβαθύνουν το θέμα του «κοινωνικού» Καβάφη, δημοσιεύω παρακάτω δυο ανέκδοτα σημειώματά του, από το αρχείο του, τα οποία είχα παλαιότερα ανακοινώσει προφορικώς.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.7.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το πρώτο σημείωμα, χρονολογημένο 29 Ιουνίου 1908, ρίχνει έναν κοινωνικό φωτισμό, απροσδόκητα βίαιο, στον τάχα απλώς αισθησιακό λαϊκισμό ορισμένων όψιμων ποιημάτων του Καβάφη, αλλά και στον δήθεν αποκλειστικά «αισθητικόν» αριστοκρατισμό πολλών ιστορικοφανών συνθέσεών του:
«Με αρέσει και με συγκινεί η εμορφιά του λαού, των πτωχών νέων. Δούλοι, εργάται, μικροϋπάλληλοι του εμπορίου, υπάλληλοι των μαγαζιών. Είναι η αμοιβή, θαρρείς, για τες υστερήσεις των. Η πολλή δουλειά και η πολλή κίνησις τούς κάμνουν λεπτά και συμμετρικά τα σώματα. Είναι σχεδόν πάντα λιγνοί. Τα πρόσωπά τους, ή άσπρα όταν η εργασία τους είναι μες σε μαγαζιά, ή ηλιοκαμένα όταν είναι έξω, έχουν ένα συμπαθητικό, ποιητικό χρώμα. Είναι μια αντίθεσις στους πλουσίους νέους που είναι ή αρρωστιάρηδες και φυσιολογικώς βρώμικοι, ή με πάχητα και με λίγδες απ’ τα πολλά φαγιά και τα πιοτά και τα παπλώματα· θαρρείς που στα πρησμένα ή στα ζουρωμένα μούτρα τους φανερώνεται η ασχημία της κλεψιάς και της ληστείας των κληρονομιών και των τόκων των».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.3.2003, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το δεύτερο σημείωμα, χρονολογημένο 19 Οκτωβρίου 1902, φανερώνει σαφέστατα και την μετρημένη αυτοσυνείδηση του Καβάφη και την κοινωνική του εγρήγορση, μα ιδίως την παραδειγματική αντίληψή του για την δραστικότητα του λόγου, ακόμη και του προφορικού:
«Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος (με απλούς δεν εννοώ βλαξ αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα, κατακρίνει ένα θεσμόν ή μιαν γενικήν γνώμην· ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως προς αυτόν, και ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν ωφελεί να ομιλήση, στέκοντας που με την ομιλία του δεν θ’ αλλάξει τίποτε. Είναι ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως. Κατακρίνω λ.χ. την θανατικήν ποινήν. Μόλις τύχει ευκαιρία το κηρύττω, όχι διότι νομίζω ότι επειδή θα το πω εγώ θα την καταργήσουν αύριον τα κράτη, αλλά διότι είμαι πεπεισμένος ότι λέγοντάς το συντείνω εις τον θρίαμβον της γνώμης μου. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνεί κανένας μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα τον επαναλάβει ίσως κανείς και μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί από τους μη συμφωνούντας τώρα, να τον θυμηθή κανένας —εις ευνοϊκήν περίστασιν— εις το μέλλον, και, με την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, ή να κλονισθή η εναντία του πεποίθησις. Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα, και εις μερικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. Γνωρίζω που είμαι δειλός και δεν μπορώ να πράξω. Γι’ αυτό, λέγω μόνον. Αλλά δεν νομίζω που τα λόγια μου είναι περιττά. Θα πράξει άλλος. Αλλά τα πολλά μου τα λόγια —εμού του δειλού— θα τον ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.1.2004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αμφότερα τα σημειώματα είναι γραμμένα και χρονολογημένα με το χέρι του Καβάφη, αλλά χωρίς υπογραφή. Αναδέχομαι λοιπόν την ευθύνη της γνησιότητάς τους και της αντιγραφής τους για τούτη την πρώτη δημοσίευσή τους.
*Απόσπασμα από επιφυλλίδα του διαπρεπούς νεοελληνιστή Γ. Π. Σαββίδη, που έφερε τον τίτλο «Ο δραστικός λόγος του Κ. Π. Καβάφη» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 15 Απριλίου 1972.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.1.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Κωνσταντίνος (Kωστής) Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, τέκνο Κωνσταντινουπολιτών και απόγονος διαπρεπών Φαναριωτών, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (η 29η Απριλίου, που αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως ημερομηνία γεννήσεώς του, επικράτησε αφότου τέθηκε σε ισχύ το νέο ημερολόγιο) και απεβίωσε στη γενέτειρά του στις 29 Απριλίου 1933.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις