
Μανόλης Ανδρόνικος: Αγώνας όχι για τον τύπο μιας λέξης, αλλά για την ουσία της νεοελληνικής παιδείας
Η γλώσσα ενός λαού αποτελεί το πιο πολύτιμο πολιτιστικό του στοιχείο
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τον ποιητή και λόγιο Καρθαίο (σ.σ. ο λόγος για τον ποιητή και δεινό μεταφραστή Κ. Καρθαίο, 1878-1955, έναν από τους πρωτοστάτες του κινήματος του δημοτικισμού), που μας χάρισε μερικές από τις πιο ζωντανές μεταφράσεις ξενόγλωσσων λογοτεχνημάτων. Οι φίλοι του διηγούνται πως συνήθιζε να λέει πως το γλωσσικό μας πρόβλημα θα το λύσει η αγραμματοσύνη των Ελλήνων. Όσο για το λόγο του Γιώργου Σεφέρη, που αισθανότανε πως ήταν από τους τελευταίους Έλληνες που μιλούνε Ελληνικά, δεν χρειάζεται η ανάμνηση των φίλων του, γιατί αυτός ο λόγος του έχει δημοσιευτεί και μπορούν να τον διαβάσουν όλοι οι νεοέλληνες ή τουλάχιστον όσοι εξακολουθούν να διαβάζουν κάποιο έντυπο έξω από τις καθημερινές εφημερίδες και τα εικονογραφημένα περιοδικά.
Αλλά μια και ο λόγος για τους παλαιούς, φέρνω στο νου μας μια κουβέντα με τη μεγάλη μας αρχαιολόγο, τη Σέμνη Καρούζου, που μαζί με τον αξέχαστο σύντροφό της, τον Χρήστο Καρούζο, λάμπρυναν όχι μονάχα την αρχαιολογική επιστήμη, αλλά τα ελληνικά γράμματα πολλές δεκαετίες τώρα. Μου έλεγε, λοιπόν, πριν από χρόνια πως εκείνο τον καιρό διάβαζε καλούς πεζογράφους μας για να «φρεσκάρει» έτσι το γλωσσικό της αίσθημα προτού αρχίσει το γράψιμο μιας αρχαιολογικής μελέτης. Η γλώσσα, από την εποχή του Σολωμού ως τα πρόσφατα χρόνια του Σεφέρη, ήταν ο καϊμός και η λαχτάρα των πνευματικών ανθρώπων αυτού του τόπου. Το γλωσσικό μας ζήτημα στάθηκε το κέντρο ενός μακρόχρονου, σκληρού και ουσιαστικού αγώνα όχι για τον τύπο μιας λέξης, αλλά για την ουσία της νεοελληνικής παιδείας.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.9.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πριν από λίγα χρόνια ο αγώνας αυτός φάνηκε ότι πέτυχε το στόχο του· η δημοτική γλώσσα, η ζωντανή γλώσσα του λαού, κηρύχθηκε επίσημη γλώσσα του κράτους, τα σχολικά βιβλία γράφονται σ’ αυτήν, οι εφημερίδες τη χρησιμοποιούν σχεδόν όλες, τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης τη μεταδίδουν μέρα και νύχτα στα πέρατα της ελληνικής επικράτειας. Υποτίθεται πως η γλώσσα αυτή διδάσκεται πια και στα σχολεία συστηματικά. Υποτίθεται ακόμα πως όσοι από επαγγελματική υποχρέωση γράφουν ή μιλούν δημόσια, φρόντισαν να προμηθευτούν μια στοιχειώδη γραμματική και ένα συντακτικό της για να τη χρησιμοποιούν σωστά· γιατί, βέβαια, κάθε γλώσσα έχει τους κανόνες της που απαιτούν να τους σέβεσαι.
Και όμως… Δεν είμαι ο πρώτος που θα παρατηρήσω το γλωσσικό χάος που κυριαρχεί στον πρόσφατο προφορικό και γραπτό λόγο μας. Θα χρειαζόταν σελίδες ολόκληρες για να καταγραφούν τα γλωσσικά σφάλματα ή τα γλωσσικά τέρατα που ακούγονται ή διαβάζονται καθημερινά. Πολλοί προοδευτικοί νεανίσκοι και χειραφετημένες νεάνιδες εννοούν να αυθαιρετούν ακατάσχετα, πιστεύοντας πως όσο πιο πολύ απομακρύνονται από τους τύπους της παλαιάς καθαρεύουσας, τόσο πιο δημοτικιστές και πιο λαϊκοί γίνονται. Δείγματος χάρη αναφέρω την κακοποίηση της γενικής: του συμβούλιου, του Πανεπιστήμιου, του άνθρωπου είναι μια κακοτονισμένη μορφή των ουσιαστικών που τείνει να γίνει κανόνας, προπάντων από πολλούς εκφωνητές του ραδιοφώνου (ή και ραδιόφωνου) και της τηλεόρασης.
Με διαφορά βραχείας κεφαλής έρχεται η κακοποίηση της γενικής των μηνών. Τα «Δεκαοχτώ Γιούνη» και «25 Γιούλη» πάνε κι έρχονται στα στόματα των «σπήκερς». Ότι ποτέ ο ελληνικός λαός δεν ονόμασε έτσι τους μήνες, το αγνοούν βέβαια· όπως αγνοούν οι φοιτητές μας πως η πρόσκληση σε γενική συνέλευση δεν είναι «κάλεσμα», αφού για το λαό μας «κάλεσμα» σημαίνει πρόσκληση σε γάμο, σε βαφτίσια, σε γιορτή κ.λπ.

Θα μάκραινε πολύ ο λόγος αν αραδιάζαμε τα λογής-λογής γλωσσικά τέρατα που σφενδονίζονται κατά την κεφαλήν μας οπτικά και ακουστικά. Με επιταχυνόμενη συχνότητα βλέπω σε πολλά έντυπα τη γραφή «εξ’ Αθηνών», «εξ’ αβλεψίας», όπου το σημείο της έκθλιψης μπαίνει εκεί που δεν έχει εκθλιβεί τίποτα. Κι από την άλλη εμμένουν με ιερό ζήλο στη «Λεωφόρο Κηφισίας», συνεχίζοντας το λάθος των καθαρευουσιάνων. Πολύ διασκεδαστικά ήταν το τελευταίο καλοκαίρι τα δημοσιεύματα και τα ακούσματα της νέας πληγής που διαδέχθηκε στις θάλασσές μας τις τσούχτρες: εννοώ το πλαγκτόν. Διάβασα ότι «λόγω πλαγκτόν» η θάλασσα ήταν απλησίαστη, ότι δεν είναι γνωστή η αιτία της «παρουσίας του πλαγκτόν» και ούτω καθεξής. Η γλωσσομάθειά μας μάς επιτρέπει να θεωρήσουμε ξένη και άρα άκλιτη μια λέξη που ηχεί όπως το «κρουτόν» π.χ.
Δίπλα σ’ αυτά η Καμ-μπουλ, το Τσαντ-ντ και άπειρα παρόμοια ηχητικά κακοπλάσματα ή ακόμα η Ιζμίρ (Σμύρνη φυσικά) και η Μπούρσα (Προύσα ελληνιστί) και ων ουκ έστιν αριθμός.
Πριν από λίγο καιρό συγκροτήθηκε μια επιτροπή για την προστασία της γλώσσας, έκανε μια διακήρυξη, κάποιοι άλλοι αμφισβήτησαν και την επιτροπή και το κείμενο της διακήρυξης, η επιστολιμαία (σ.σ. επιστολική) συζήτηση κράτησε κάποιο διάστημα και μετά «άκρα του τάφου σιωπή».
Φοβούμαι πως όλα αυτά τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της αμορφωσιάς μας, της προχειρότητας, της ανευθυνότητας και της τσαπατσουλιάς μας. Η γλώσσα ενός λαού αποτελεί το πιο πολύτιμο πολιτιστικό του στοιχείο και η προστασία της είναι πολύ πιο σημαντική από όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που ανέλαβαν οι νεοέλληνες απ’ άκρον ως άκρον της ελληνικής γης. Η ΕΡΤ, 1 και 2, ραδιόφωνο και τηλεόραση, έχουν υποχρέωση να ορίσουν κάποιους ανθρώπους που ξέρουν γράμματα για να ελέγχουν πριν και ύστερα από τις εκπομπές όλους τους συντάκτες και τους εκφωνητές. Γιατί δεν είναι νοητό να διαδίδεται η αγραμματοσύνη από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, που μεριμνούν, υποτίθεται, για την παιδεία του λαού. Και οι διευθυντές των εφημερίδων έχουν κι εκείνοι χρέος να υποχρεώσουν τους συντάκτες τους να μάθουν σωστά ελληνικά, αφού μ’ αυτά βγάζουν το ψωμί τους και δεν επιτρέπεται να βγάζουν τα μάτια των αναγνωστών τους.

Είναι εύκολο να γελούμε όταν ακούμε πως «βασικά με λεν Θανάση» και «οπωσδήποτε είμαι σπουδαία τραγουδίστρια», είναι ίσως δυσκολότερο να διαφωνούμε κάθετα από όσο διαφωνούμε οριζόντια, όμως είτε έτσι είτε αλλιώς το αποτέλεσμα είναι ότι οδηγούμαστε σταθερά και αναπόφευκτα σε μια γλωσσική αφασία, που είναι και αιτία και αποτέλεσμα μιας νοητικής αφασίας. Ίσως όλοι εμείς που συζητούμε αυτά τα προβλήματα αγνοούμε τι διαβάζουν και τι ακούν οι χιλιάδες νέοι, αυτοί που αντλούν και τη γλωσσική τους παιδεία αλλά και τη γενικότερη πνευματική τους κατάρτιση από τα αμέτρητα εικονογραφημένα έντυπα, τις αθλητικές εφημερίδες, τα σταυρόλεξα, γρίφους, κουίζ και κάθε λογής φυλλάδια που κυκλοφορούν ως το τελευταίο ελληνικό χωριό, εκεί που δεν φτάνει ποτέ ούτε μια σοβαρή εφημερίδα.
Η ελευθερία του τύπου και του λόγου είναι μέγιστο αγαθό, που όμως προστατεύει και κάθε εκμεταλλευτή και του λόγου και του τύπου και του επιτρέπει να δεκαρολογεί σε βάρος της ίδιας της παιδείας του λαού. Απέναντι σ’ αυτούς τους κινδύνους οφείλει να σταθεί με τόλμη και αίσθημα ευθύνης η Πολιτεία με τα ισχυρότατα όπλα που διαθέτει, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, και όχι να συνεργαστεί στη γλωσσική αφασία που κινδυνεύει να καταντήσει ενδημικό φαινόμενο στον τόπο μας.
*Επιφυλλίδα του αειμνήστου αρχαιολόγου και διανοουμένου Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Γλωσσική αφασία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1983.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις