
Νίκος Τσιφόρος: Το δώρο και η δωρεά του
Τρυφερή ανθρωπιά και σπάνια επαγγελματική συνείδηση
Πέρα από το ανθρώπινο κενό που άφησε, φεύγοντας πολύ πριν της ώρας του, σε συγγενείς και φίλους (και ανάμεσά τους λογαριάζω όλους εμάς, συνεργάτες του είτε αναγνώστες του), σωστό είναι να προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε την κληρονομιά που ο Νίκος Τσιφόρος κατέθετε σιωπηρά, είκοσι χρόνια τώρα, στο όνομα της λογοτεχνίας μας και της γλώσσας μας.

Ο ίδιος ίσως να ξαφνιαζόταν από μια τέτοια προσπάθεια. Δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τους αυτοαποκαλουμένους «κριτικούς» (θυμάμαι, όμως, την ικανοποίησή του όταν του είχα μεταφέρει τον έπαινο του Σεφέρη για το γλωσσικό νεύρο των «Παιδιών της Πιάτσας»). Ο μόνος τίτλος, φαντάζομαι, που θα διεκδικούσε για τον εαυτό του είναι του επαγγελματία «ψυχαγωγού» (ήξερε, βέβαια, ότι στα αρχαία χρόνια η λέξη είχε μεγάλες αξιώσεις, μα οι πιο πολλές από αυτές ανήκουν δικαιωματικά στον Τσιφόρο). Πιθανόν να μας υπενθύμιζε πως ό,τι έγραφε δεν του έπαιρνε, φαινομενικά, περισσότερην ώρα από όση χρειαζόταν ο μέσος αναγνώστης για να το διαβάση (αλλά το ίδιο ισχύει και για τα μυθιστορήματα του μεγάλου Σιμενόν και για τον «Αστραπόγιαννο» του Βαλαωρίτη…). Και ήθελε να ξεχνάη ότι το μοναδικό του ατόφιο θεατρικό έργο, «Η Πινακοθήκη των Ηλιθίων», μολονότι ατύπωτο ίσαμε τώρα, είχε αμέσως εξασφαλίσει μια ζηλευτή θέση στην φτωχικήν ιστορία της Νεοελληνικής Σκηνής.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.8.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Να πούμε πως ο Τσιφόρος, ερχόμενος μετά τον Ψαθά, κατώρθωσε να στρώση καινούργιους δρόμους στην λαμπρή μα πολυπατημένη παράδοση του λεγόμενου «ευθυμογραφήματος» (στ’ αλήθεια πρόκειται για μια κόψη της κοινωνικής σάτιρας), δεν είναι λίγο. Δεν είναι όμως και αρκετό, έστω και αν, εξετάζοντας απροκατάληπτα τούτη την ανανέωση, διαπιστώσουμε τις αντιστοιχίες της με το ανάλογο τμήμα του έργου του Ροΐδη (έξω από το πολιτικό πεδίο και μείον την χαιρεκακία). Δεν είναι αρκετό, γιατί μας κρύβει την ουσία της προσφοράς του Τσιφόρου: την αναζωογόνηση της τέχνης του πεζού λόγου «εκ των κάτω», δηλαδή την σπάταλη καλλιέργεια και διάδοση ενός ύφους (τουτέστιν μιας ρηματικής στάσης απέναντι στην ζωή) συνειδητά θρεμμένου με την καθημερινή ιδιωματικήν έκφραση, χειραγωγημένη με διακριτική στοργή και δίχως υπεροψία.
Σε χρόνια όπου ο προφορικός μας λόγος υφίσταται μια τρομακτική διάβρωση «εκ των άνω» (ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες, περιοδικά), και όπου η λογοτεχνική γραφή της πεζογραφίας μας —με ελάχιστες εξαιρέσεις ανάμεσα στους νεώτερους, π.χ. Κώστας Ταχτσής, Γιώργος Ιωάννου— γίνεται ολοένα πιο συμβατική και αναιμική, πιστεύω πως πρέπει να χρωστάμε χάρη στον Τσιφόρο για το δώρο και την δωρεά του: ήθελε να ξεχωρίζη άσφαλτα τα ζωτικά στοιχεία τής καθημερινά ανανεούμενης λαλιάς μας, να τα στεριώνη αβίαστα στα μάτια και στο αυτί του πλατιού κοινού, και ταυτόχρονα, παίζοντας τάχα, μα χωρίς μοχθηρία, να σκάη όσο μπορούσε περισσότερες από τις φούσκες της επιούσιας ρητορείας που, εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, λιγοστεύουν το οξυγόνο μας πολύ πιο επικίνδυνα από ό,τι τα καυσαέρια και οι όποιες άλλες αναθυμιάσεις.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.8.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πέρα, λοιπόν, από την ανάμνηση της τρυφερής ανθρωπιάς του και της σπάνιας επαγγελματικής του συνείδησης, πέρα ακόμα και από την μνήμη των πιο ευτυχισμένων του κειμένων (που τα επεφύλασσε κυρίως για τις στήλες του «Ταχυδρόμου»), η κληρονομιά του Νίκου Τσιφόρου προβάλλει ως ένα δυναμικό παράδειγμα εκφραστικής υγείας — όχι «προς μίμησιν» (πράγμα ανέφικτο, άλλωστε), αλλά άξιο μελέτης και ευγνωμοσύνης.
*Άρθρο του Γ. Π. Σαββίδη (διαπρεπούς μελετητή και καθηγητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας), που έφερε τον τίτλο «Η κληρονομιά του Τσιφόρου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 12 Αυγούστου 1970.

Ο πολυσχιδής δημιουργός Νίκος Τσιφόρος, ένα εξόχως χαρισματικό τέκνο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, είχε φύγει από τη ζωή λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 6 Αυγούστου 1970, σε ηλικία μόλις 61 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις