
Νικόλαος Κάλας: Η περιπέτεια της ζωής και της γλώσσας
Ένας άγνωστος, ένας ανυπότακτος
Κάλας, ο άγνωστος. Ο πλάνητας. Κάλας, ο ποιητής. Κάλας, η περιπέτεια της ζωής και της γλώσσας. Η τεθλασμένη, που οδηγεί στη σχιζοφρένεια. Κάλας ο παρατηρητής και Κάλας ο υπερρεαλιστής. «Μα ποιος είναι τέλος πάντων αυτός και τι ακριβώς κάνει;» Τα ίχνη του συγχέονται…
Πενήντα σχεδόν χρόνια μέσα στην ελληνική πνευματική ζωή, και τα ίχνη του συγχέονται. Πρωτοπόρος για μια ολόκληρη γενιά, κι όμως άγνωστος και στην ίδια και στην επόμενη. Μα ποιος είναι τέλος πάντων και τι ακριβώς κάνει; Την απάντηση μπορούν να δώσουν στη Γαλλία, την Αμερική, ακόμη και την Πορτογαλία. Εδώ δεν υπάρχει απάντηση, και το βιβλίο του «Οδός Νικήτα Ράντου», που του έδωσε πριν δύο χρόνια το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, δεν τον ωφέλησε ιδιαίτερα. Εδώ ο Νικόλαος Κάλας είναι πάντα ένας άγνωστος, ένας ανυπότακτος για τα στρατολογικά γραφεία της πνευματικής ζωής.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.7.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Τα βιογραφικά μου φαντάζομαι ότι είναι γνωστά, γι’ αυτό ας τ’ αφήσουμε» λέει ο πανύψηλος —και όχι γερασμένος— γέρος, σε μια συνάντηση-συζήτηση μαζί του. Και χρειάζεται αρκετή ώρα και ομιλία πριν αρχίσουν να μπαίνουν μέσα στις κουβέντες του μνήμες και διαδρομές. Η «απόδρασή» του από την Ελλάδα το ’36, η περιπλάνησή του στην Ευρώπη, η σχέση του με τους υπερρεαλιστές ποιητές, βιβλία που έγραψε, άρθρα που του απέρριψαν πριν 20 χρόνια και τώρα τα εκλιπαρούν, μαθήματα σε σεμνά πανεπιστήμια («μαθαίνεις διδάσκοντας»), η μόνιμη πια διαμονή του στη Νέα Υόρκη («εκεί είναι η σημερινή Βαβυλώνα»).
Τα ίχνη του χάνονται απελπιστικά, γιατί τα σέρνει επάνω του. Όποιος μπορεί να τον δει, τα βλέπει, τα βρίσκει. Για τους άλλους ο Νικόλαος Κάλας είναι ένας άγνωστος. Ή, το πολύ-πολύ, ένας από τους πιο μεγάλους Έλληνες ποιητές, κορυφαίος του υπερρεαλισμού, φίλος του Μπρετόν και άλλων πασίγνωστων, διάσημος κριτικός της τέχνης, πολυσυζητημένος διανοητής, ηγέτης καλλιτεχνικών κινημάτων, αναρχικός.
Έτσι, η συζήτηση μαζί του ξεκινάει από τα απλά λόγια, όταν τα ίχνη ακόμη δεν έχουν εντοπιστεί επάνω του, ένα παιχνίδι γάτας και ποντικού, όπου ο καθένας ψάχνει να βρει τις συντεταγμένες του άλλου. Και πρώτη κουβέντα για τη νεότερη, τη σημερινή ποίηση στην Ελλάδα.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.7.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Δεν την έχω μελετήσει συστηματικά για να μπορώ να πω γι’ αυτήν ολόκληρη. Μόνο μερικά βιβλία έχω διαβάσει τελευταία. Να, τούτο τον καιρό διάβασα τη Μαρία Νεφέλη του Ελύτη. Είχα επικρίνει παλιότερα τον Ελύτη για το Άξιον Εστί, ότι έκανε υπερποίηση του υπερεγώ του. Διαβάζοντας τη Νεφέλη βλέπω ότι στην αυτοπεποίθηση του υπερεγώ του, που το συνέδεσε με την ελληνικότητα, μπαίνει το στοιχείο της αμφιβολίας. Οι διάφορες αναφορές του δείχνουν δηλαδή ότι προτάσσει την αμφιβολία αντί για την πεποίθηση. Οι περισσότεροι, βέβαια, προτιμούν το Άξιον Εστί, γιατί δίνει και σ’ αυτούς πεποίθηση, πάντως όχι εγώ. Κι ακόμη, στη Νεφέλη φαίνονται οι μεγάλες αρετές του λόγου του Ελύτη, ένα πάντρεμα της δημοτικής και της αργκώ των πόλεων μαζί με γλώσσα λογία».
Το επόμενο βήμα στην κουβέντα είναι αναπόφευκτα η κριτική, μια και ο ίδιος άσκησε κατά κάποιον τρόπο κριτική. Μα ποια κριτική;
«Η κριτική τώρα εδώ στην Ελλάδα θα έλεγα ότι δεν έχει μεγάλη οξύτητα. Ας πάρουμε εμένα, περίπτωση που ξέρω καλά. Οι περισσότεροι κριτικοί εξακολουθούν το τροπάριο ότι είμαι απ’ τους πρωτοπόρους, αλλά δεν λένε τίποτα απ’ τη νέα μου δουλειά. Η κριτική, από την εποχή του Άλκη Θρύλου, που είχε πει είναι πολύ έξυπνος, αλλά να μην γράφει ποιήματα, μου λέει συνέχεια ότι δεν έχω έμπνευση…»

Η φωτιά έχει αρχίσει να μπαίνει. Και δεν χρειάζεται παρά μια παρατήρηση πάνω στα λόγια του Κάλας («ίσως αυτό γίνεται επειδή ο κριτικός δεν είναι δημιουργός»), για να ξεφύγουν τα λόγια από την επιφάνεια και να αρχίσει η ίδια η ουσία των θεωρητικών του απόψεων.
«Δεν δέχομαι τον όρο δημιουργός. Ας τον αφήσουμε στη Θεολογία. Στον λόγο φτιάχνω και λέω. Όροι όπως ωραίο, δημιουργία, φαντασία είναι πολύ γενικοί, δεν μου λένε τίποτα. Η κριτική πρέπει να συγχρονιστεί, πρέπει να χρησιμοποιεί όρους θετικούς. Αντίθετα, δέχομαι τον όρο παρατήρηση. Παρατηρώ και δείχνω κάτι ομόλογο. Η ποίηση είναι ομόλογη…»
Η παρατήρηση, όμως, και το ομόλογο αντιστρατεύονται την έννοια του αυτοματισμού στην ποίηση.
«Ναι, οι υπερρεαλιστές πίστεψαν στον αυτοματισμό. Ο Μπρετόν ή και ο Εμπειρίκος όμως έχουν μάθει πώς να κάνουν τον αυτοματισμό. Δεν είναι πιο αυτόματος ο τρόπος τους από το ποδήλατο ή τη γραφομηχανή. Για να κάνεις αυτόματα ποδήλατο, έχεις μάθει προηγουμένως να κάνεις ποδήλατο».
Η παρατήρηση, λοιπόν, γίνεται ένα είδος οδηγού για την ποίηση του Κάλα, του Καλαμάρη, του Ράντου.
«Ανακάλυψα πολύ αργά —δυστυχώς— στη ζωή μου πόσο βαθειά παρατηρητές είναι ο Όμηρος, ο Πίνδαρος. Ο πρώτος πάλι που μου επέστησε την προσοχή στο θέμα της ακριβολογίας του λόγου είναι ο Καβάφης, που τον γνώρισα ελάχιστα, λίγο πριν πεθάνει. Ομολογώ ότι τότε δεν ήμουν τόσο ώριμος για να τον δεχτώ. Από τους νεώτερους, ο Σινόπουλος πάλι κάνει πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις».

Επιστροφή της συζήτησης ξανά στην κριτική, στους ανθρώπους που ενδιαφέρει η κρίση τους, στον θεσμό των βραβείων, στο Πρώτο Κρατικό Βραβείο που απονεμήθηκε πριν δύο χρόνια στον ποιητή για το βιβλίο του «Οδός Νικήτα Ράντου».
«Ναι, έρχεται στην επιφάνεια το θέμα του βραβείου, που δεν το περίμενα. Οι υπερρεαλιστές είναι κατά των βραβείων. Κι εγώ νομίζω ότι καλύτερα, αντί για επιτροπές και για βράβευση, να ρίχναν κλήρο ή ζάρια. Τουλάχιστον τότε θα ήξερες ότι έχεις την τύχη με το μέρος σου… Αλλά μου απονεμήθηκε και το δέχτηκα. Για πολλούς λόγους. Ένας είναι ακριβώς ότι δεν ήξερα ότι το βιβλίο είχε υποβληθεί. Ο άλλος είναι ότι έφτασα πια σε μια ηλικία που δεν θα μπορούσε να με βλάψει. Κι ένας τελευταίος είναι ότι στο βιβλίο είχα τα σατιρικά μου ποιήματα («Κοροϊδίες»). Και δεν πρέπει να αποθαρρύνονται κριτές που δέχονται να κρίνεται το κράτος με τέτοιο τρόπο…»
[…]
«Αν με ρωτούσαν, θα έλεγα όχι βραβεία, αλλά υποτροφίες. Κινδυνεύεις και με τις υποτροφίες να σφάλλεις, αλλά με τα βραβεία δίνεις στους άλλους να πιστέψουν πως πέτυχαν. Άλλωστε, οι υποτροφίες είναι και μια αισιόδοξη άποψη της ζωής. Αν κάτι με ενοχλεί, είναι το αίσθημα κακομοιριάς, η απαισιοδοξία. Ο Καρυωτάκης, επί παραδείγματι, έχει αυτό το αίσθημα και μου είναι πολύ δυσάρεστο. Και είναι ένα αίσθημα πολύ ρωμέικο, το βλέπεις ακόμη και στο τραγούδι. Εμένα μ’ αρέσει η ποίηση νάναι τολμηρή και σκληρή».
Και η ποίηση του Κάλα είναι σκληρή και τολμηρή σε τέτοιο βαθμό, που συχνά δεν γίνεται παραδεκτή. Ή μάλλον πάντα γίνεται αποδεκτή, αφού περάσουν 20 χρόνια.
«Κάποιος, που μου έκανε κριτική, είπε ότι τα ποιήματά μου τα παραφορτώνω. Όμως, στη μαθηματική εποχή μας πρέπει να αλγεβρίσεις τις εικόνες, όχι να κάνεις ψυχολογία. Ο ψυχολόγος είναι αυτός που πάει να θεραπεύσει τον Οιδίποδα και τα Οιδιπόδεια. Ο ρόλος του ποιητή είναι να ρωτήσει τι είναι ο άνθρωπος. Και να συνταυτιστεί έτσι με τη σφίγγα. Και για όλα αυτά δεν χρειάζεται έμπνευση. Χρειάζεται τύχη, δουλειά, χρειάζεται να είναι κανείς ανοικτός, να έχει περιέργεια και παρατηρητικότητα».
Μετά η συζήτηση πάλι ξεγλιστράει στις μνήμες και τις διαδρομές. Στην Ελλάδα του ’33, στο ταξίδι στη Γαλλία του ’36, στο πρώτο σύγγραμμα με εισαγωγή του Μπρετόν, στην Πορτογαλία λίγο πριν απ’ τον πόλεμο («έγινα κάπως αφορμή να δημιουργηθεί εκεί η πορτογαλική ομάδα των υπερρεαλιστών»), μετά στην Αμερική, όπου πια η μόνιμη παραμονή, γυρισμός για λίγο στην Ελλάδα το ’54, όπου ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε για τον άγνωστο Κάλα ήταν ο Νάνος Βαλαωρίτης. Και σ’ όλο αυτό το διάστημα, ποιήματα, βιβλία πολλά με κριτική της τέχνης («Δεν φαντάζομαι να έχει μεταφραστεί κανένα στα ελληνικά»), άρθρα. Τώρα συμπληρώνει τη σειρά των μελετών για τον μεγάλο ζωγράφο του Μεσαίωνα, τον Ιερώνυμο Μπος, που την άρχισε από το 1955 («Και έστρεψε όλους τους ειδικούς εναντίον μου»). Και στην Ελλάδα, σ’ αυτόν τον λίγο καιρό που θα μείνει, φτιάχνει ένα βιβλίο για τον Τάκι (σ.σ. το σπουδαίο γλύπτη και καλλιτέχνη Παναγιώτη Βασιλάκη, 1925-2019).

«Έχω ν’ ασχοληθώ με πολλά πράγματα. Η ζωή μου τεθλασμένη, με οδηγεί σε μια σχιζοφρενική διάθεση, που την εκμεταλλεύομαι όσο μπορώ περισσότερο. Πρέπει κανείς να διασκεδάζει με τις αμαρτίες του…»
Η συζήτηση δεν πρέπει να τελειώσει μ’ αυτόν τον καινούργιο άγνωστο Κάλα, τον χαμογελαστό, που διηγείται ανέκδοτα από την προσωπική του ζωή, από την εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας κι από χαράματα με μικρές βαλίτσες σε άδειους σταθμούς, από φιλίες και διαφωνίες γύρω από έναν πίνακα του Πικάσσο, μοναδική περιουσία του ποιητή κάποια εποχή. Τα ίχνη είναι πολύ φανερά επάνω του για να τ’ ακολουθήσει κανείς…
Το κλείσιμο πρέπει πάλι να είναι σκληρό, σαν την ποίησή του. Τι άλλο πιο σκληρό από την αναφορά στη σημερινή ιδεολογική – πολιτική του θέση; Η απάντηση έρχεται πάντα μέσα από τα δαιδαλώδη ίχνη.
«Ο Μπρετόν έλεγε με λύπη του ότι απομακρύνθηκα από τον υπερρεαλισμό. Και οι νέοι υπερρεαλιστές δεν με δεχόντουσαν, γιατί ήμουν λέει πολύ πολιτικός γι’ αυτούς, καθώς ήμουν κοντά στην ομάδα που αντιπροσώπευαν τον σουρρεαλισμό – τροτσκισμό. Τώρα θα έλεγα πως είμαι κοντά σε μια ομάδα νέων σοσιαλιστών».
Σε μερικές μέρες ο Νικόλαος Κάλας θα ξαναφύγει για τη Βαβυλώνα της Αμερικής και τα ίχνη του θ’ αρχίσουν πάλι να συγχέονται. Και θα περιμένει κανείς ξένα βιβλία και περιοδικά (όπως το πρόσφατο «Αρτ Φόρουμ»), για να τα ξαναβρεί. Το μεγάλο ίχνος, όμως, έτσι και το βρει δεν το ξαναχάνει: κάποιος εκεί στη Νέα Βαβυλώνα σκέφτεται διαφορετικά, ζωντανή απόδειξη ότι μπορεί να υπάρξει σκέψη πέρα απ’ τα καθιερωμένα.
*Άρθρο αφιερωμένο στον Νικόλαο Κάλα, που έφερε τον τίτλο Ο «ανυπότακτος» άγνωστος της πνευματικής μας ζωής και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 8 Ιουλίου 1979.
Συντάκτης του δημοσιεύματος ήταν ο πρόωρα χαμένος Βάιος Παγκουρέλης (1946-1998), αξιομνημόνευτος πολιτιστικός συντάκτης, θεατρικός κριτικός και συγγραφέας.

Ο Βάιος Παγκουρέλης
Ο ποιητής, θεωρητικός της λογοτεχνίας και τεχνοκριτικός Νικόλαος Κάλας (Νικόλαος Καλαμάρης το πραγματικό όνομά του) γεννήθηκε στη Λωζάννη στις 27 Μαΐου 1907 και απεβίωσε στη Νέα Υόρκη στις 31 Δεκεμβρίου 1988.
Ο Νικόλαος Κάλας (Nicolas Calas, γνωστός και με τα ψευδώνυμα Νικήτας Ράντος και Μ. Σπιέρος) έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στη συνέχεια, αρχής γενομένης από το 1934, o ευρυμαθής Κάλας μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου ήλθε σε επαφή με τα τότε πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα, ιδίως με τον κύκλο των γάλλων υπερρεαλιστών.

Το 1942 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έμελλε να παραμείνει έως το θάνατό του (ενδιαμέσως πραγματοποίησε ταξίδια στην Ελλάδα).
Iδιόρρυθμος εκπρόσωπος της περίφημης Γενιάς του ’30, ο Κάλας πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1929 με δημοσιεύσεις άρθρων του σε περιοδικά, ενώ εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του (Ποιήματα) το 1932.
Ο τροτσκιστικών καταβολών και φροϋδικών επιρροών Κάλας τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου.
Πέραν του ποιητικού έργου του στα ελληνικά, έγραψε ποίηση στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα, καθώς και πεζά κείμενα, ενώ μετέφρασε, μεταξύ άλλων, Τ. Σ. Έλιοτ (ο πρώτος μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη μεταφραστής του στα ελληνικά) και Λουί Αραγκόν.
- Β. Κικίλιας για Μεταφορικό Ισοδύναμο: «Επιστρέφει 42 εκατ. στους νησιώτες – 31 εκατ. μέσα στο επόμενο 15ήμερο»
- ΕΣΥ: Καλοκαίρι χωρίς γιατρούς στα νησιά – Εθνικό Σύστημα Υγείας σε κρίση
- Πάτρα: Ξεκινά η δίκη για το διπλό φονικό στο ίδιο σπίτι – Τι λέει ο κατηγορούμενος στο in
- Οι υποψήφιοι αντίπαλοι του ΠΑΟΚ στον τρίτο προκριματικό γύρο του Europa League
- Ουκρανία – Ρωσία: «Σε άλλο επίπεδο» – Υπό το βάρος των νέων επιθέσεων οι συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις